- μυρτοχειλίδες
- μυρτοχειλίδες, αἱ (Α) [μυρτόχειλα](κατά τον Πολυδεύκη) «τα ἑκατέρωθεν τού γυναικείου αιδοίου σαρκώδη πτερυγώματα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρτοχειλίδες — labia majora pudendorum fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)